συνδιαχωρίσας

συνδιαχωρίσας
συνδιαχωρίσᾱς , σύν-διαχωρίζω
separate
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
συνδιαχωρίσᾱς , σύν-διαχωρίζω
separate
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνδιαχωρίζω — Α διαχωρίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («δύο ἀπ ἀλλήλων διακρίνας ὀνόματα καὶ τὰ δι αὐτῶν σημαινόμενα συνδιαχωρίσας τῷ λόγῳ», Γρηγ. Νύσα) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”